- τρυπώ
- τρυπῶ, -άω, ΝΜΑ1. ανοίγω οπή σε κάτι2. κεντώ με αιχμηρό όργανο3. μτφ. (για αίσθημα πόνου) διαπερνώνεοελλ.1. (αμτβ.) α) είμαι μυτερός, μπορώ να τσιμπήσω ή να προκαλέσω πληγή («τα αγκάθια τρυπάνε, αν δεν προσέξεις»)β) (για πράγμ. και κυρίως για ενδύματα) γίνομαι διάτρητος, γεμίζω τρύπες, φθείρομαι (α. «τρύπησε η τσάντα μου» β. «τρύπησε το παντελόνι μου»)2. μτφ. (για άντρα) διακορεύω, ξεπαρθενεύωμσν.-αρχ.(για ζώο) οχεύωαρχ.φρ. «ψήφος τετρυπημένη» — ψήφος η οποία είχε μια οπή στο μέσον της και ήταν καταδικαστική (Αισχίν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος τού καθημερινού λεξιλογίου, ο οποίος ανάγεται στη ρίζα τού ρ. τρῡω* (ΙΕ ρίζα *teru- / *tru-, παρεκτεταμένη, με *u, μορφή τής ρίζας *ter- «τρίβω, τρυπώ») και εμφανίζει χειλικό ἐνθημα -ρ- και μακρό -ῡ- (βλ. και λ. τρύω), το οποίο θα μπορούσε πιθ. να θεωρηθεί αναμενόμενο για μια τέτοια λέξη. Με ανάλογο τρόπο έχουν σχηματιστεί και οι τ.: λιθουαν. trupu «θρυμματίζω», trupus «εύθραστος», ρωσ. trup «πτώμα», αρχ. ινδ. trūp «κορμός, σκελετός», οι οποίοι διαφέρουν από τη λ. τρῦπα τόσο σημασιολογικώς (για τις σημ. αυτές βλ. και λ. τρύω) όσο και μορφολογικώς, αφού εμφανίζουν εναλλαγή *troup- / trup- στη ρίζα, σε αντίθεση προς το μακρό -ῡ- τού ελλ. τύπου].
Dictionary of Greek. 2013.